- γκρίνιασμα
- τοη γκρίνια*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γκρίνιασμα — το η γκρίνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαμπούνημα — το, ατος 1. το παίξιμο της τσαμπούνας (βλ. λ.). 2. μτφ., κλαψούρισμα, γκρίνιασμα συνεχές: Το τσαμπούνημα του μωρού παιδιού. 3. φλυαρία, μωρολογία, ανοησία: Με κούρασαν τα τσαμπουνήματά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)